1.Το να γράφω ήρεμη στον υπολογιστή μου μου δίνει μια εξαιρετική ηρεμία. Λες και κατασταλάζει η αντάρα μέσα μου. Λες και βλέπω τα πράγματα με άλλο μάτι, λες και ίπταμαι πάνω από καταστάσεις και γεγονότα, λες και όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν, όλα μπορούν να λυθούν. Είναι η μαγεία των λέξεων που έρχονται τόσο αβίαστα; Είναι το θαύμα που βιώνω τις στιγμές που γράφω; Είναι θέμα τόνωσης της αυτοπεποίθησης;
Καθησυχάζω. Αντάρα. Πάντα ζω με μιαν αντάρα και το μόνο που με γαληνεύει είναι να βιώνω αυτό το θαύμα της γραφής. Που έρχεται μόνο του από κάπου. Που μου λέει γαλήνεψε τώρα. Έχεις μια δύναμη. Εγώ σου τη στέλνω, εγώ σε έχω ευλογήσει με αυτή. Εσύ μόνο γράφε.
Εσύ μόνο γράφε, μου είχε πει και ο Σάμης Γαβριηλίδης.
2.Πέντε μέρες τώρα κάνω σιωπή. Δεν απαντώ σε καλημέρες, δεν απαντώ σε καληνύχτες. Υπάρχουν δυο τρία άτομα που στέλνουν καλημέρες και καληνύχτες, τριανταφυλλάκια και φωτισμένες μπάλες και ένα σωρό άλλα διακοσμητικά. Κι εγώ πιέζομαι -πάντα νιώθω ένοχη ακόμα και για πράγματα που δε φταίω- πιέζομαι και δεν θέλω να απαντήσω στην καλημέρα τους διότι δεν τους ξέρω, διότι δεν τους χρειάζομαι, διότι δεν τους έχω δει ποτέ, διότι δεν πρόκειται να τους δω ποτέ, διότι αυτή η καλημέρα δεν πρόκειται ποτέ να ανοιχτεί σε κουβέντα. Κι όμως πιέζομαι και απαντώ. Ένοχη για τη μοναξιά του άλλου. Ένοχη που δεν την καλύπτω με μια απλή καλημέρα. Ένα δευτερόλεπτο μια απάντηση. Δίλημμα. Δίλημμα. Ζορίζομαι όμως. Πέντε μέρες τώρα δεν απαντώ σε καλημέρες. Αυτές έρχονται διακοσμημένες με λουλουδάκια, μουσικά βίντεο, αστεία βίντεο. Η μοναξιά του άλλου, απέναντι.
Η δική μου; Δεν υπάρχει. Ζω πολύ μοναχικά είναι η αλήθεια ωστόσο δεν έχω νιώσει ποτέ μοναξιά. Ο χρόνος μου είναι γεμάτος και οι φίλοι που αγαπώ είναι πάντα γύρω μου. Ωστόσο η μοναξιά των άλλων -και των άγνωστων- με πληγώνει και με γεμίζει ενοχές που εγώ δεν νιώθω έτσι και που αυτοί ξημερώνουν ψάχνοντας κάτι να γαντζωθούν.
Σας συμπαθώ, σας νιώθω, σχεδόν σας αγαπώ. Όμως δεν έχω να σας δώσω τίποτα... Λυπάμαι.