Να ανακαλύπτεις καλλιγράφους, παιδί μου.
Σωτήρης Παστάκας
Οδός Ακαδημίας
Κατεβαίνοντας την Ακαδημίας
δεν κατάλαβε το κίτρινο φυλλαράκι ακακίας
που ήρθε και κάθισε στα μαλλιά του.
Εν αγνοία του ο κόσμος παραμέριζε για να περάσει,
απρόσκοπτη η πορεία του,
πράσινο και το επόμενο φανάρι.
Δεν διέκρινε τα ερωτικά βλέμματα που τον έραιναν,
τα ανεπίδοτα χαμόγελα,
τα πρόσωπα που του έγνεφαν
με άκρατη αισιοδοξία κι εμπιστοσύνη κι ευγένεια.
Στον καθρέφτη μόνον του ασανσέρ κατακόκκινος από ντροπή,
είδε το κίτρινο φυλλαράκι
να αιωρείται κάπου στο ύψος της γραβάτας του και χαμογέλασε,
αυτός, το τιμώμενο πρόσωπον της Τρίτης,
ο παρασημοφορημένος της καθημερινότητας.
δεν κατάλαβε το κίτρινο φυλλαράκι ακακίας
που ήρθε και κάθισε στα μαλλιά του.
Εν αγνοία του ο κόσμος παραμέριζε για να περάσει,
απρόσκοπτη η πορεία του,
πράσινο και το επόμενο φανάρι.
Δεν διέκρινε τα ερωτικά βλέμματα που τον έραιναν,
τα ανεπίδοτα χαμόγελα,
τα πρόσωπα που του έγνεφαν
με άκρατη αισιοδοξία κι εμπιστοσύνη κι ευγένεια.
Στον καθρέφτη μόνον του ασανσέρ κατακόκκινος από ντροπή,
είδε το κίτρινο φυλλαράκι
να αιωρείται κάπου στο ύψος της γραβάτας του και χαμογέλασε,
αυτός, το τιμώμενο πρόσωπον της Τρίτης,
ο παρασημοφορημένος της καθημερινότητας.
Ύποπτος Φυγής
Όλα κοντά τα θέλω,
προσιτά και εύχρηστα,
υλικά της απόγνωσης:
αλκοόλ, τσιγάρα και τηλεκοντρόλ,
να προσθέτω κανάλια και ν’ αφαιρώ σε χρώμα,
έτσι που ένας λεκές
πολύχρωμος και σκοτεινός το μέλλον έχει γίνει.
Βυθισμένος λοιπόν, στον καναπέ της απόγνωσης,
αγνοούμενος μες στους καπνούς,
στο αλκοόλ στη μαύρη οθόνη,
πιο εύκολο μου φαίνεται ν’ αποσυρθώ,
να εγκαταλείψω το ομοίωμα μου
χωρίς να το αντιληφθεί κανείς πως βγήκα πια, εξήλθα,
γεμάτο το ποτήρι και τα τσιγάρα μου εκεί,
μαζί με το κορμί μου κι η τηλεόραση ανοιχτή
κι εγώ δεν σας χαιρέτησα,
δεν είπα καν «στο επανιδείν», «arrivederci», «see you».
προσιτά και εύχρηστα,
υλικά της απόγνωσης:
αλκοόλ, τσιγάρα και τηλεκοντρόλ,
να προσθέτω κανάλια και ν’ αφαιρώ σε χρώμα,
έτσι που ένας λεκές
πολύχρωμος και σκοτεινός το μέλλον έχει γίνει.
Βυθισμένος λοιπόν, στον καναπέ της απόγνωσης,
αγνοούμενος μες στους καπνούς,
στο αλκοόλ στη μαύρη οθόνη,
πιο εύκολο μου φαίνεται ν’ αποσυρθώ,
να εγκαταλείψω το ομοίωμα μου
χωρίς να το αντιληφθεί κανείς πως βγήκα πια, εξήλθα,
γεμάτο το ποτήρι και τα τσιγάρα μου εκεί,
μαζί με το κορμί μου κι η τηλεόραση ανοιχτή
κι εγώ δεν σας χαιρέτησα,
δεν είπα καν «στο επανιδείν», «arrivederci», «see you».
Στάθης Κουτσούνης
ΑΝΤΙ-ΓΡΑΦΗ
Απεγνωσμένα πάλευα
να γράψω επιτέλους το ποίημα
κι εκείνο με πείσμα
μ’ έγραφε
στ’ αρχίδια του
να γράψω επιτέλους το ποίημα
κι εκείνο με πείσμα
μ’ έγραφε
στ’ αρχίδια του
(Τρύγος αιμάτων, 1991)
ΒΡΥΧΗΘΜΟΣ
Θηρίο που με παραμονεύεις
θηρίο που κολυμπάς στο μυαλό μου
σε ώρες υστερικές
θηρίο που σπέρνεις πανικό
τις νύχτες στην ψυχή μου
θηρίο που ανεβάζεις την κακία μου
θηρίο που φουντώνεις τη ζήλια μου
θηρίο που χύνεσαι απ’ τις φλέβες
στο υποσυνείδητό μου αφρίζοντας
θηρίο που κατάμουτρα με φτύνεις και ξερνάς
του τρόμου τα πικρά εξαμβλώματα
τις νευρώσεις μου και τις λεπίδες
της ομορφιάς
θηρίο με μάτια ηλεκτρονικά
γεννήτρια του άγχους μου
της οργής και του πάθους
της αδυναμίας
της δύναμής μου
θηρίο που κολυμπάς στο μυαλό μου
σε ώρες υστερικές
θηρίο που σπέρνεις πανικό
τις νύχτες στην ψυχή μου
θηρίο που ανεβάζεις την κακία μου
θηρίο που φουντώνεις τη ζήλια μου
θηρίο που χύνεσαι απ’ τις φλέβες
στο υποσυνείδητό μου αφρίζοντας
θηρίο που κατάμουτρα με φτύνεις και ξερνάς
του τρόμου τα πικρά εξαμβλώματα
τις νευρώσεις μου και τις λεπίδες
της ομορφιάς
θηρίο με μάτια ηλεκτρονικά
γεννήτρια του άγχους μου
της οργής και του πάθους
της αδυναμίας
της δύναμής μου
θηρίο θηρίο λαχτάρα μου
έρωτα
θηρίο
έρωτα
θηρίο
(Τρύγος αιμάτων, 1991)
Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Για να γίνω ερωμένη σου
πρέπει μερόνυχτα σαράντα
δίχως ανασασμό
την πέτρα να οργώνεις
και να σπέρνεις λέξεις
κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο
να δεις αν έδεσε καμιά
όποιες καρπίσουνε με φως
του φεγγαριού θα τις τρυγάς
χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει
κι έπειτα θα τις πηγαίνεις
σε βάθη άδυτα υδάτων
ογδόντα μέρες για να μαλακώσουν
μετά θα τις μαζεύεις
όσες δεν έχαψαν τα ψάρια
και θα τις λιάζεις σε κορυφές
που ούτε πετούμενα άγρια
δεν δύνανται να φτάσουν
ώστε να στραγγίξουν
τα περιττά υγρά
κι αν στο τέλος δεν αρκούν
θα ξαναρχίζεις από την αρχή
πρέπει μερόνυχτα σαράντα
δίχως ανασασμό
την πέτρα να οργώνεις
και να σπέρνεις λέξεις
κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο
να δεις αν έδεσε καμιά
όποιες καρπίσουνε με φως
του φεγγαριού θα τις τρυγάς
χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει
κι έπειτα θα τις πηγαίνεις
σε βάθη άδυτα υδάτων
ογδόντα μέρες για να μαλακώσουν
μετά θα τις μαζεύεις
όσες δεν έχαψαν τα ψάρια
και θα τις λιάζεις σε κορυφές
που ούτε πετούμενα άγρια
δεν δύνανται να φτάσουν
ώστε να στραγγίξουν
τα περιττά υγρά
κι αν στο τέλος δεν αρκούν
θα ξαναρχίζεις από την αρχή
πηδάει ένα βράδυ στο γραφείο μου
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και με φαρμακερή ματιά
γιατί μου λέει
γυρνάς εδώ κι εκεί και κοκορεύεσαι
πως είμαι τάχα ερωμένη σου
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και με φαρμακερή ματιά
γιατί μου λέει
γυρνάς εδώ κι εκεί και κοκορεύεσαι
πως είμαι τάχα ερωμένη σου
για να γίνω εγώ ερωμένη σου
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς
δίχως φαΐ δίχως νερό
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις
όταν ασχημίζω
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας
τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό
χωρίς καμιάν ελπίδα
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς
δίχως φαΐ δίχως νερό
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις
όταν ασχημίζω
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας
τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό
χωρίς καμιάν ελπίδα
και τότε πάλι βλέπουμε
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)