Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ένα ψωμί ταξιδεύει

 


Δυο φορές στα αεροδρόμια μου ζήτησαν να βγάλω τα παπούτσια. Τη μία μου έδωσαν σοσονάκια. Τη δεύτερη με άφησαν να περπατάω με τις κάλτσες. Σωματικός έλεγχος. Μου επιτρέπετε να σας ψάξω; Σας επιτρέπω. Μπορώ να ψάξω και κάτω από τις πατούσες σας; Μπορείτε. Περνάει το χέρι της με τα γάντια κάτω από τις πατούσες μου. Εντάξει, ευχαριστώ, λέει ενώ είναι ακόμα γονατιστή μπροστά μου. Μπορείτε να πάτε να παραλάβετε τα παπούτσια σας τώρα. Περπατώ με τις κάλτσες και σκέφτομαι πως οι κάλτσες μου σέρνονται πάνω σε χιλιάδες ακαθαρσίες από παπούτσια άλλων. Το αεροδρόμιο λες και γίνεται διαδήλωση. Μιλάμε κι εμείς για τουρισμό; Πλάκα κάνεις. 

Μπορώ τώρα να πάρω τις βαλίτσες μου; Βέβαια. Η τσάντα μου χάσκει ορθάνοιχτη. Πετάγονται από μέσα σακούλες τις οποίες έχουν ψάξει- και καλά κάνουν-. Η μία σακούλα έχει μέσα μισή φραντζόλα ψωμί. Το κουβαλάω μέρες μαζί μου, από τη Γαλλία. Ένα ψωμί ταξιδεύει. Ένα ψωμί κάνει διακοπές. Έφυγα με τη φραντζόλα από τη Γαλλία και την ταξίδεψα Ολλανδία. Έπειτα την έφερα Ελλάδα. Πού να ήξερε η φραντζόλα μου ότι θα κάνει τόσο δρόμο; Ωστόσο έμεινε λίγη να φάω κι εδώ. 

Όπως έλεγε ο Κέρουακ "Στο δρόμο". 

Λυπάμαι που η ζωή μου νυχτώνει. Υπάρχουν δρόμοι τόσοι πολλοί που δεν διάβηκα και όμως θα μπορούσα να τους διαβώ. Με μια φραντζόλα μόνο. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, μπουκιά μπουκιά μια φραντζόλα. Εκεί. Να ανοίγω τα μάτια μου από το θόρυβο των αγριοκέρασων στην ξύλινη στέγη. Εκεί. Τις νύχτες να γυρίζω πλευρό και να έρχεται μυρωδιά μούχλας. Εκεί. Το πρωί να  παίρνω πρωινό με τους μικρούς λαγούς. Αμέριμνοι μασουλάνε αγριοκέρασα. Κι οι πάπιες κρώζουν. Και κάποιοι τις ταίζουν μικρά ψωμιά. Και οι κύκνοι βγάζουν στον ήλιο τα μικρά τους. Και τα παιδιά κάνουν κούνια. Και τα κοτσύφια λαλάνε. Και η βροχή ποτίζει. Κι ύστερα αλλού. Κι αλλού. Στο δρόμο. Πάντα στο δρόμο. 



ΥΓ. Η φωτό είναι από την Αρτέμιδα, βέβαια. Οι τοπικές (της περιγραφής) σε άλλη μέρα. 

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Τα πουλιά πρέπει να έχουν ελαφριά τα φτερά

 


Επειδή έχεις 5 κουβέρτες, μία για τον καθένα. Έχεις 4 παπλώματα τρία μονά και ένα διπλό. Έχεις σεντόνια μονά και διπλά, μαξιλαροθήκες μονόχρωμες και με σπάιντερμαν ή κουνελάκια. Έχεις πολλά πιρούνια, πολλά κουτάλια, οι δωδεκάδες από το καθένα δεν σου φτάνουν, γιατί όλο και κάποιο χάνεται κάτω από τον καναπέ, κουταλάκια μικρά, πιρουνάκια μικρά, κουτάλες, σπάτουλες σερβιρίσματος για τις τούρτες γενεθλίων, φόρμες για κέικ (ένα τη βδομάδα), τα μικρά τρώνε, ζητάνε όλη την ώρα κάτι ανάμεσα στα γεύματα, έχεις ψωμιέρες, ταψιά, τηγάνια, έχεις φριτέζα γιατί πού να φτάσει το τηγάνι να τηγανίζει πατάτες για 5 άτομα, χώρια οι επισκέπτες, έχεις βάζα και βαζάκια για μαρμελάδες και μέλια, έχεις κόσκινο για το αλεύρι, πλάστη για τις πίτες, έχεις ραπτομηχανή για επιδιορθώσεις, ξηλωμένοι καβάλοι των αγοριών, πιασίματα σε μυτερές γωνίες, στριφώματα σε φουστίτσες, κουρτίνες για κόντημα. Έχεις ρούχα πολλά γιατί αλλάζεις για τη δουλειά κάθε μέρα, έχεις ρούχα του άντρα, των παιδιών. Έχεις πολλές κάλτσες, σώβρακα, κιλοτάκια, φανέλες. Έχεις χαλιά στο κάθε δωμάτιο. Καρέκλες, γραφεία, μικρές βιβλιοθήκες, φωτιστικά όσο τα παιδιά μελετούν για τα σχολεία. Έχεις πλυντήριο και στεγνωτήριο γιατί δεν προλαβαίνεις να πλένεις ιδρωμένες μπλούζες. Έχεις, έχεις, έχεις.

 Ύστερα χωρίζεις. Ένα άτομο λιγότερο στο καθημερινό αλισβερίσι. Στην κάθε μέρα δεν σου φαίνεται, οι δουλειές είναι ακόμα πολλές. Ύστερα τα παιδιά μεγαλώνουν. Και φεύγουν. Και πάνε ευτυχισμένα να ζήσουν αλλού. Και συ μένεις με όλα τα σεντόνια, τα κρεβάτια στα παιδικά και εφηβικά δωμάτια, μια φορά τα στρώνεις πια, κανείς δεν κοιμάται, μένει το ίδιο σεντόνι για μήνες, όπως μένουν απείραχτα τα άχρηστα πια συμπράγκαλα της κουζίνας. Τι να κάνεις τόσα κουταλοπιρουνα? Τόσα ποτήρια εσύ που χρησιμοποιείς ένα τη μέρα? Τι να κάνεις το μίξερ για τα κέικ, τα ταψιά, τις δωδεκάδες πιάτα, τις κάλτσες, τις μαξιλαροθήκες, τις καρέκλες γραφείου, τα λούτρινα παιχνίδια τους, τα βιβλία των αγγλικών, 

τα ρούχα που άφησαν πίσω τους τα πουλιά για να είναι ελαφριά σαν πετάνε; 



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Παιδιά μου όλα



 Ναι. Είναι δύσκολο να μεγαλώνει τρία παιδιά μια γυναίκα μόνη. Με μόνο εισόδημα ένα μισθό δημοσίου. Ούτε διατροφές, ούτε εύπορες μαμάδες, ούτε μισθοδοτούμενοι σύζυγοι που συμπράττουν στις δουλειές και συμμετέχουν στις υποχρεώσεις. Μόνο δεύτερες και τρίτες δουλειές και πλάτες κομμάτια. Δύσκολο και, αν δεν το ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αδερφάκι.

Τεσπά. Σε αποζημιώνει το ότι οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι. 

Χτες είδα το είδωλό μου καθιστό σε μια καρέκλα, με μια βερμούδα, με τα μαλλιά μαζεμένα, με τα πόδια σταυρωτά. Προσπάθησα να με αναγνωρίσω και δεν μπορούσα. Αυτή η μεγάλη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου δεν μπορούσε να είμαι εγώ. Εγώ με έχω στο μυαλό μου τριάντα, με την κούραση των τριάντα, έστω, αλλά αυτά τα χέρια με τα παχιά μπράτσα, τα πόδια που μοιάζουν με της μάνας μου, δεν είναι δικά μου, όχι. Τίνος, τότε; 

Αυτοί που μας βλέπουν, λέει μια έρευνα, μας βλέπουν διαφορετικά από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Μας βλέπουν καλύτερους, νεότερους, ομορφότερους από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Αυτοί που μας βλέπουν συνυπολογίζουν και το μέσα μας που είναι χαμογελαστό, τρυφερό και όμορφο με τον τρόπο του. Μακάρι.  

https://ontherecord.gr/2016/04/pos-vlepoume-ton-eafto-mas-ke-pos-mas-vlepoun-alli-kinoniko-pirama/

Και μιας που λέγαμε ότι οι κόποι δεν πήγαν χαμένοι. 

Έμπαινα στο δωμάτιο του Κυριάκου και κρατούσα την αναπνοή μου. Μέσα χασκογελούσαν 5-6 έφηβοι που βρωμούσαν ιδρώτα και ποδαρίλα. Έλεγα στα γρήγορα ό, τι είχα να πω και έκλεινα πίσω μου την πόρτα για να αναπνεύσω. Αυτοί, οι φίλοι του Κυριάκου. 14-15. Να μαζεύονται όλα στο δωμάτιο, να μιλάνε δυνατά, να λένε τα μυστικά τους, να γελάνε με τις φωνές τους που μόλις ειχαν αρχίσει να χοντραίνουν, να βρωμούν οι μασχάλες τους, τα ρούχα, τα αθλητικά τους παπούτσια και να αναρωτιέσαι πώς μπορούν και αναπνέοουν μέσα σε όλη αυτή τη μπόχα, να περνούν καλά και να μη λιποθυμούν. 

Χτες ήρθε ο Κυριάκος μου με ένα από αυτά τα τότε βρωμερά φιλαράκια του, το Γιάννη. Τριαντάρηδες τώρα, καθαροί, με τις δουλειές τους, με τις μηχανές τους, άντρες πια. Μιλήσαμε για τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους, για τις κοπέλες τους, μιλήσαμε για την ελληνική γλώσσα και πού πάει, και πόσο την αγαπάμε και οι τρεις, ο Κυριάκος μαθαίνει κάθε μέρα μια καινούργια ελληνική λέξη και την ετυμολογία της, ο Γιάννης γράφει ένα είδος ημερολόγιου με λογοτεχνικό ύφος. 

Τα παιδιά μου. Οι φίλοι των παιδιών μου από το νηπιαγωγείο, παιδιά μου κι αυτά. Δεύτερη μάνα τους με λέγανε. Έτσι με νιώθουν. Παιδιά μου. 

Ήρθαν χτες και ανέβασαν ένα σωρό πράγματα επάνω, κατέβασαν μπάζα, παλιοέπιπλα, σαβούρες. Ύστερα καθάρισαν την αυλή, ο Γιάννης έκοψε με πριόνι ένα κλαδί δάφνης για τη σόμπα μου και μου τα στοίβαξε πλάι. Σκούπισαν την  αυλή, τη βεράντα, μάζεψαν και έδεσαν με σύρμα την ανακύκλωση. Τα παιδιά μου.

Είμαι περήφανη.

Τους πλήρωσα με μια παέγια που ξεχείλιζε στο wok και, φεύγοντας, τους έδωσα μαζί τους την ευχή μου, την αγάπη μου και τις δύο μισές μερίδες από παέγια που είχαν απομείνει.