"Παραιτούμαι", μου είπε.
"Βαρέθηκα να αγωνίζομαι. Αφήνομαι. Κουράστηκα", είπε.
"'Οπως έρθουν", συμπλήρωσε και με κοίταξε κατάματα.
"Γενηθήτω το θέλημά σου", ψιθύρισε μετά από λίγο και, σχεδόν δεν το άκουσα.
Την φίλησα σταυρωτά: δυό στα μάγουλα, ένα στο μέτωπο κάτω από τα μαλλιά, εκεί που κρύβει σκεπασμένο το τρίτο της μάτι, κι ένα στο στόμα.
Κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, τα δυο σκυλιά που την φυλούσαν, γρύλλισαν αντίο. Γρύλλισα κι εγώ. Δεν θα τα ξαναδώ τα αγαπημένα μου.
Την είδα μετά από δυό βδομάδες στη θάλασσα. Το κύμα πότε αγρίευε και πότε ημέρωνε σαν πουλί νυσταγμένο. Άφηνε αποτυπώματα στην άμμο. Περπατούσε με πόδια γυμνά. Μονάχα που, πριν διαβάσεις το αποτύπωμα, αυτό, αμέσως χανόταν. Θες το κύμα, θες ο αγέρας, θέλεις η άμμος η γυαλιστερή, ρουφούσαν τα χνάρια από τα δάχτυλά της.Δεν έμενε τίποτα πίσω της. Ντυμένη στα γαλάζια ήταν και με ένα σκοινί από καλοκαιρινά χορτάρια τραβούσε ενα χάρτινο ψάρι. Δεν μιλήσαμε. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει τόσο, που κόντευε να καθίσει επάνω στα λέπια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου