Αποστράγγισμα.
Αποσύνδεση (η) ουσ.[<αποσυνδέω] διάλυση των συνδεδεμένων μεταξύ τους, αποχωρισμός. *(Αντίθ. σύνδεση).
Απελευθερία.
Απουσιάζω.
Αποτμήσεως γενομένης
Απομονωτισμός.
Την καρδιά, μωρό μου...
Την καρδιά πάσχισε να κρατήσεις.
Αυτή είναι η δύσκολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου