Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Αποστράγγιση




Αποστράγγισμα.
Αποσύνδεση (η) ουσ.[<αποσυνδέω] διάλυση των συνδεδεμένων μεταξύ τους, αποχωρισμός. *(Αντίθ. σύνδεση).
Απελευθερία.
Απουσιάζω.
Αποτμήσεως γενομένης
Απομονωτισμός.

Την καρδιά, μωρό μου...
Την καρδιά πάσχισε να κρατήσεις.
Αυτή είναι η δύσκολη.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου