Η ζωή γύρω ένα πέπλο χρώματος γκρι αρζάν. Ο Κυριάκος μου που ταξιδεύει για το χωριό του πατέρα του, ο Βασίλης μου που μόλις γύρισε από εκεί, οι φίλοι, η ζέστη, το σπίτι, η θάλασσα, τα μηνύματα για ξεματιάσματα της Εύης, η βεράντα, οι συζητήσεις στη βεράντα, το φέισμπουκ, το ίνσταγκραμ, οι καρδούλες, τα καλημέρα. Ο ύπνος.
Το πέπλο γκρι αρζάν κουνιέται, τυλίγεται, ανοίγει από τον αέρα. Η Θεά Σελήνη ίπταται. Την κοιτάμε με θαυμασμό. Πάνω από το σπίτι μου γίνεται μεγαλύτερη. Θαυμάζουμε το θαύμα. Εκπλησσόμαστε με το παράξενο. Την απαθανατίζουμε κι αυτή γελάει. Είναι η μάνα μου τώρα, η μόνη μάνα που έχω εν ζωή. Εν αιωνία ζωή. Το πέπλο γκρι αρζάν τυλίγεται γύρω μου. Και αυτό θα περάσει, νιώθω την προστασία του. Όλα τα γιατρεύει ο πατέρας Χρόνος.
Και να που το πέπλο γκρι αρζάν με σηκώνει στον αέρα. Πετάω γελώντας πετάω παρά την κούραση. Πετάω πάνω από δέντρα, κορυφές λόφων, πετάω με τον φόβο της πτώσης αλλά χαίρομαι που γίνομαι σχεδόν πουλί. Πετάω με την όπισθεν κοιτάζοντας πίσω μου, φοβάμαι μην τσουγκρίσω. Πετάω την άνοιξη πάνω από ανθισμένες μυγδαλιές, πάνω από χαρταετούς την Καθαρή Δευτέρα, πετάω κι ανεμίζουν τα φουστάνια μου κάτω από το γκρι αρζάν, ύστερα καταλαβαίνω ότι πετάω με χαμόγελο θλίψης στο στόμα. Αλλά πετάω. Πετάω κατά βούληση. Ανεβοκατεβαίνω με κάποιον ελεγχόμενο εσωτερικό μηχανισμό. Το κοκέτικο γκρι αρζάν πέπλο μου, μου χαρίζει γοητεία.